κονσερβοποιείο(ν)

κονσερβοποιείο(ν)
το консервная фабрика

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κονσερβοποιείο(ν)" в других словарях:

  • κονσερβοποιείο — το εργοστάσιο κατασκευής κονσερβών …   Dictionary of Greek

  • κονσερβοποιείο — το εργοστάσιο που κατασκευάζει κονσέρβες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σφαγείο — το / σφαγεῑον, ΝΑ, και σφαγειό Ν [σφαγή] νεοελλ. 1. (στον εν. και στον πληθ.) στεγασμένος χώρος στον οποίο σφάζονται και προετοιμάζονται κατάλληλα τα ζώα που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο 2. μτφ. α) ομαδική σφαγή ή, γενικά, εξόντωση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»